- μουσώνας
- οσυν. στον πληθ. οι μουσώνεςισχυροί άνεμοι που δημιουργούνται στους ωκεανούς κοντά στις μεγάλες ηπείρους και οι οποίοι οφείλονται στη διαφορά τής θερμοκρασίας και κατά συνέπεια και τής πίεσης που παρατηρείται μεταξύ τών ηπείρων και τών ωκεανών, τόσο κατά τον χειμώνα όσο και κατά το καλοκαίρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mousson < αραβ. mausim «εποχή»].
Dictionary of Greek. 2013.